αβγαταίνω

αβγαταίνω
και -τάω και -τίζω
(Ι) (αμετάβ.)
1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω
2. προοδεύω, προκόβω
(II) (μτβ.)
1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω
2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ
3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω, κατά το συνώνυμο τού πληθαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβγαταίνω — αβγαταίνω, αβγάτυνα, αβγατισμένος βλ. πίν. 47 και πρβλ. αβγατίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] …   Dictionary of Greek

  • αυγαταίνω — αυγατιστός κ.λπ. βλ. αβγαταίνω …   Dictionary of Greek

  • αβγατίζω — αβγάτισα, και αβγαταίνω αβγάτυνα 1. μτβ., αυξαίνω, μεγαλώνω κάτι: Την πατρική περιουσία την αβγάτισε. 2. αμτβ., αυξαίνομαι, πληθαίνω: Αβγάτισαν οι δουλειές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”