- αβγαταίνω
- και -τάω και -τίζω(Ι) (αμετάβ.)1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω2. προοδεύω, προκόβω(II) (μτβ.)1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω, κατά το συνώνυμο τού πληθαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.